- σέικερ
- (I)οι, Νάκλ. κλάδος τής αίρεσης τών κουάκερων που ιδρύθηκε το 1747 στην Αγγλία, αλλά έχει σχεδόν εξαλειφθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shaker < μσν. αγγλ. schakare < s(c)haken «κουνώ, ταρακουνώ»].————————(II)το, Νάκλ. (ξεν. τ.) σκεύος που χρησιμοποιείται για την παρασκευή στιγμιαίου καφέ ή για την ανάμιξη ποτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shaker < ρ. shake «σείω, κουνώ»].
Dictionary of Greek. 2013.